παρακολουθώ

παρακολουθώ
-έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, -άω, Ν
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί»
2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ
3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ παρακολουθείς σε όσα σού λέω;» β. «δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω τον ομιλητή, γιατί έλεγε ασυναρτησίες» γ. «μέλλω λέγειν προσέχειν τὸν νοῡν καὶ παρακολουθεῑν εὐμαθῶς», Αισχίν.)
4. εξετάζω κάτι προσεκτικά και συνεχώς (α. «ο γιατρός παρακολουθεί την πορεία τής αρρώστιας» β. «παρακολουθῶν γὰρ τῷ νοσήματι θανασίμῳ ὄντι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. παρίσταμαι σε κάτι, παρευρίσκομαι, βλέπω (α. «παρακολούθησαν από το παράθυρο τους τη ληστεία χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν» β. «παρακολουθώ τακτικά τις παραστάσεις τής Λυρικής Σκηνής».)
2. παίρνω μαθήματα, διδάσκομαι («παρακολουθώ μαθήματα ζωγραφικής»)
3. μτφ. δείχνω ενδιαφέρον για κάτι που συνεχίζεται, ενημερώνομαι συνεχώς για κάτι (α. «παρακολουθώ τις προόδους τής ιατρικής επιστήμης» β. «η κυβέρνηση παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις»)
αρχ.
1. (για πράγματα και φαινόμενα) έχω στενή σχέση με κάτι, συμβαδίζω, συμπαρομαρτώ («πυρετοὶ δὲ παρηκολούθουν μοι συνεχεῑς καὶ ἀλγήματα», Δημοσθ.)
2. (για μέγεθος) αποτελώ διαδοχή
3. (για κανόνα) ισχύω από την αρχή ώς το τέλος
4. (για έννοια) βρίσκομαι σε στενή αλληλουχία
5. ανήκω σε κάποιον ή σε κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀκολουθῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακολουθώ — παρακολουθώ, παρακολούθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: παρακολουθώ, παρακολουθούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως στον παρατατικό (παρακολουθιόμουν) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρακολουθώ — παρακολούθησα, παρακολουθήθηκα 1. ακολουθώ κάποιον, παίρνω από κοντά κάποιον: Καθημερινά, μόλις βγω από το σπίτι, με παρακολουθεί κάποιος ως το γραφείο μου. 2. μελετώ, εξετάζω, ενημερώνομαι: Παρακολουθώ τη σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση. 3. ακούω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακολουθῶ — παρακολουθέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακολουθέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουράρω — παρακολουθώ και φροντίζω ασθενή, εφαρμόζω θεραπευτική αγωγή, νοσηλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. curare < ιταλ. cura «κούρα, φροντίδα»] …   Dictionary of Greek

  • θεώμαι — (ΑΜ θεῶμαι, άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι) 1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα 2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη αρχ. 1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ. β …   Dictionary of Greek

  • προκατοπτεύω — Α 1. παρατηρώ, παρακολουθώ εκ τών προτέρων («πόρρωθεν τὰ τῆς διώξεως προκατοπτεύσαντα», Ηλιόδ.) 2. παρακολουθώ μέσω κατασκόπων («τοὺς Πέρσας προκατοπτεύσας», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατοπτεύω «παρακολουθώ, κατασκοπεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • παρακολούθηση — η / παρακολούθησις, ήσεως, ΝΑ [παρακολουθώ] 1. η ενέργεια τού παρακολουθώ, το να ακολουθεί κανείς κάποιον από κοντά, να βαδίζει στα ίχνη του 2. σαφής αντίληψη, κατανόηση όσων λέγονται από κάποιον («είναι δύσκολη η παρακολούθηση τών σκέψεών του»)… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρώ — παρατηρῶ, έω, ΝΜΑ [τηρώ] 1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με το βλέμμα και με προσοχή, εξετάζω («παρατηρώ τις ηλιακές κηλίδες με το τηλεσκόπιο») 2. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου σε κάτι, προσέχω νεοελλ. 1. στρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρεφομαρτώ — έω, Α παρακολουθώ, φροντίζω, επιμελούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐφομαρτῶ «παρακολουθώ κατά πόδας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”